- Νεστορέας
- Νεστορέᾱς , ΝέστωρNestorfem acc plΝεστορέᾱς , ΝέστωρNestorfem gen sg (attic doric aeolic)Νεστορέᾱς , ΝεστόρεοςNestorfem acc plΝεστορέᾱς , ΝεστόρεοςNestorfem gen sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.